- σατιρογραφία
- η1. σκωπτικό ποίημα ή πεζογράφημα.2. συγγραφή σάτιρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σατιρογραφία — η, Ν [σατιρογράφος] 1. η συγγραφή σατιρικών έργων 2. σατιρικό έργο, έμμετρο ή πεζό … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
σατυρογραφία — η, Ν εσφαλμένη γραφή αντί σατιρογραφία … Dictionary of Greek